- αμόνι
- Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο σιδηρουργός, ικανό να αντέχει στις κρούσεις της σφύρας. Πάνω σε αυτό τοποθετείται το μεταλλικό υλικό (σίδερο, χαλκός, κράματα κλπ.), που έχει πυρωθεί στην κατάλληλη θερμοκρασία και σφυροκοπείται για να πάρει το επιθυμητό σχήμα. To α. αποτελείται κατά κανόνα από έναν συμπαγή όγκο παραλληλεπίπεδου σχήματος από χάλυβα μέσης σκληρότητας, η πάνω επιφάνεια του οποίου (τράπεζα) είναι επίπεδη και λεία. Τα δύο άκρα του καταλήγουν σε προεξοχές, που λέγονται κέρατα, το ένα κυκλικής διατομής και το άλλο με επίπεδη την πάνω πλευρά του. Πάνω στην τράπεζα βρίσκονται μία ή δύο εγκοπές, που χρησιμεύουν για να στερεώνονται οι ζουμπάδες και τα κοπίδια, εργαλεία για την κοπή και το τρύπημα του σιδήρου, ή τα υποδείγματα για την κατασκευή κυλινδρικών πείρων. Το α. συνηθισμένων διαστάσεων τοποθετείται πάντα σε μια βάση από σκληρό ξύλο, που στηρίζεται σε μια πλάκα από σκυρόδεμα, για να παρουσιάζει κάποια ελαστικότητα στη βάση και να αποφεύγονται έτσι οι επικίνδυνες για τον εργαζόμενο παλινδρομήσεις της σφύρας.
* * *το τεχνολ.μάζα από σφυρήλατο σίδηρο, χυτοσίδηρο ή χάλυβα που χρησιμεύει ως βάση για τη σφυρηλάτηση μετάλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμόνι(ν) < *ἀγμόνιον < μτγν. ἀκμόνιον, υποκορ. τού αρχ. ἄκμων «αμόνι»].
Dictionary of Greek. 2013.